-
1 όμβροι
-
2 ὄμβροι
-
3 δύσοσμος
III [voice] Act., having a bad nose, Arist.Insomn. 459b22.IV δύσοσμον, τό, = σκόρδιον, Ps.-Dsc.3.111.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δύσοσμος
-
4 θερινός
Aἀνατολή Hp.
Aër.4, cf. Aph.2.25, Plb.3.37.4; θ. δύσεις, ἀνατολαί, Cleom. 1.9; θ. ζῴδια ib.6;μεσημβρία X.Cyn.6.26
; ; θ. τροπαί or τροπή, the summer solstice, ib. 767c, Arist.Mete. 364b2;τροπέων τῶν θερινέων Hdt.2.19
; θ. κύκλος, Tropic of Cancer, Ph.1.27; θ. τροπικός (sc. κύκλος) Euc.Phaen.p.34 M., Cleom.1.7, Gem.5.39, al.; θερινὸν ὑπηχεῖν to echo summer-like, Pl.Phdr. 230c; θερινά the summer-haunts of the sun, Id.Lg. 683c; ὄμβροι θ. Arist.HA 601b24;θ. ἄνεσις καὶ ἀπόλαυσις D.S.4.84
; θ. ὥρα Oenopid.ib.1.41; for summer use, (iii B.C.); νομαί, opp. χειμεριναί, PLond.3.842.12 (ii A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θερινός
-
5 καταρρήγνυμι
A : late [tense] pf.κατέρρηχα Arch.Pap.2.125b10
(ii A. D.):— break down,τὴν γέφυραν Hdt.4.201
;μέλαθρα E.
l.c.2 tear in pieces, rend,κατερρήγνυε.. τὰ ἱμάτια D. 21.63
;τὸ διάδημα D.S.19.34
;τὴν ἐσθῆτα Luc.Pisc.36
:—[voice] Med., κατερρήξαντο τοὺς κιθῶνας they rent their coats, Hdt.8.99, cf. X.Cyr.3.1.13, etc.3 metaph., τροπὰς καταρρήγνυσι[ ἡ ἀναρχία] breaks up armies and turns them to flight, S.Ant. 675.II [voice] Pass., esp. in [tense] aor. κατερράγην[pron. full] [ᾰ], with [tense] pf. [voice] Act. κατέρρωγα:— to be broken down,κρημνοὶ καταρρηγνύμενοι Hdt.7.23
; καταρρήγνυσθαι ἐπὶ γῆν to be thrown down and broken, Id.3.111;τὸ οἴκημα κατερράγη Th.4.115
;ἄκρας κατερρωγυίας εἰς τὴν θάλασσαν Str.5.2.6
.2 fall, rush down, of storms, waterfalls, etc., Hp.Aër.8; break or burst out,Χειμὼν κατερράγη Hdt. 1.87
;ὄμβροι καταρραγέντες Arist.Mu. 400a26
; of tears,ἐξ ὀμμάτων πηγαὶ κατερρώγασι E.Alc. 1068
: c. gen.,τοῦ ῥεύματος -ρρηγνυμένου τῶν ὀρῶν Philostr.VA6.23
(also intr. in [voice] Act., of a river,- ρρηγνὺς ἐς τὴν θάλατταν 3.52
); of wind, Plu.Fab.16: metaph.,ὁ πόλεμος κατερράγη Ar.Eq. 644
, cf. Ach. 528;γέλως Ph.2.528
;κρότος Plb.18.46.9
(but );βροντή Luc.VH2.35
.3 to be broken in pieces, Αἴγυπτος μελάγγαιός τε καὶ καταρρηγνυμένη with comminuted, crumbling soil, Hdt.2.12;γῆ κατερρωγυῖα Arist.HA 556a5
; to be ruinous,ὅσα κατέρρωγεν τοῦ τείχους IG22.463.75
.4 Medic., have a violent discharge, suffer from diarrhoea,καταρρήγνυται ἡ κοιλίη Hp.VM10
, cf.καταρράσσω 11
; of persons,κατερρήγνυντο τὰς γαστέρας App.Hisp.54
;ἢν μὴ φῦσαι -ρραγέωσιν Hp.Aph.4.73
.b of menstruation, τοῖς θήλεσιν.. τὰ καταμήνια κ. Arist.HA 581b1.5 of tumours, break, burst, Hp.Coac. 613, Epid. 6.8.18, al.6 of parts of the body, fall in, collapse, οἵ τε μαζοὶ καὶ τὰ ἄλλα μέλεα κ. Id.Nat.Puer.30, cf. Mul.1.1; κατερρωγότα τὰ στέρνα [ ἔχων] flat-chested, Jul.Or.6.198a; of the lips or tongue, to be fissured, Antyll. ap. Orib.10.27.13, Aët.5.118.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταρρήγνυμι
-
6 οὐδαμά
-
7 φρίσσω
Aφρίξω Gal.13.365
: [tense] aor.ἔφριξα Il.13.339
, etc.: [tense] pf.πέφρῑκα 11.383
, etc.; poet. part.πεφρίκοντες Pi.P.4.183
: [tense] plpf.ἐπεφρίκει Plu.2.781e
, Alciphr.1.1:—[voice] Med., [tense] aor. 1 ἐφριξάμην f.l. in Polyaen.4.6.7. [[pron. full] ῑ by nature, hence to be accented φρῖσσον in Hes.Sc. 171, (lyr.)]:— to be rough or uneven on the surface, bristle, φρίσσουσιν ἄρουραι (sc. σταχύεσσι) Il.23.599;φρίξας κάρπιμος στάχυς E.Supp.31
; of a line of battle,ἔφριξεν μάχη ἐγχείῃσιν Il.13.339
; , cf. 7.62; φρίξας εὐλόφῳ σφηκώματι, of the crest of a helmet, S.Fr. 341; of a tree,φρίσσουσα ζεφύροις Pl.Eleg.25
;φιάλα χρυσῷ πεφρικυῖα Pi.I.6(5).40
; χερσὶ δεξιωνύμοις ἔφριξεν αἰθήρ, of a crowd holding up their hands to vote, A.Supp. 608; of hair, mane, or bristles, bristle up, stand on end, μηδ' ὀρθαὶ φρίσσωσιν [τρίχες] Hes.Op. 540, cf. Arist.HA 560b8, Pr. 888a38;ἔφριξαν ἔθειραι Theoc. 25.244
; of foliage, φύλλα πεφρικότα, opp. κεκλιμένα, Thphr.HP3.9.4: c.acc. of respect, φρίξας εὖ λοφιήν having set up his bristly mane, Od.19.446;φ. τρίχας Hes.Sc. 391
; φ. νῶτον, αὐχένας, Il.13.473, Hes.Sc. 171; (lyr.); also πτεροῖσι νῶτα πεφρίκοντες bristling on their backs with feathers, Pi.P.4.183; .2 ἄσθματι φρίσσων πνοάς ruckling in his throat, of one just dying, dub.l. in Pi.N.10.74.3 of the rippling surface of smooth water (cf.φρίξ 1
),φ. θάλασσαι.. πνοιῇσι D.P.112
, cf. Alciphr.1.1; of breakers,ῥηγμῖνες φ. A.R.4.1575
, cf. Ael.NA7.33; also of rain,φρίσσοντες ὄμβροι Pi.P.4.81
, expld. by Sch. as φρίσσειν ποιοῦντες, cf.ὁπόταν.. φρίσσων Βορέας ἐπισπέρχῃ Id.Parth.2.18
.II freq. of a feeling of chill, shiver, shudder:1 of the effect of cold, shiver, Hes.Op. 512, Hp.Aff. 11, Arist.Pr. 963a33, 965a33; χωρὶς τοῦ φρῖξαι unless he catch a chill, Gal.10.803; of the teeth, chatter, D.H.Rh.10.9.2 of the effect of fear, shudder, S.El. 1408 (lyr.), Tr. 1044;πέφρικ' ἐγὼ μέν, αὖός εἰμι τῷ δέει Men.Epit. 480
;φ. γαῖα πόντος τε h.Hom.27.8
; ἅλω δὲ πολλὴν.. ἔφριζα δινήσαντος I shuddered when he swung the vast shield round, A.Th. 490; οὐ φρίττουσιν (sc. animals)ὡς φρίττουσιν οἱ ἄνθρωποι Phld.D.1.12
: c. acc., shudder at one,οἵ τέ σε πεφρίκασι Il.11.383
;πάντες δέ με πεφρίκασιν 24.775
, cf. Pi.O.7.38, S.Ant. 997, Ar.Nu. 1133;τῶν δημοτέων φ. τὸν ἥκιστον Herod.2.30
; ;πεφρικέναι τὸν θάνατον Phld.Mort. 39
;φρίττουσι τὴν σύντροφόν τε καὶ φίλην οἱ ἰχθύες θάλατταν Ael.NA9.57
: c. acc. et inf., πέφρικα.. Ἐρινὺν τελέσαι I tremble at the thought of her accomplishing.., A.Th. 720 (lyr.) (but not c. dat., for ἐρετμοῖσι φρίξουσι they shall shudder at the oars is f.l. for φρύξουσι in Orac. ap. Hdt.8.96): c. part., πέφρικα λεύσσων I shudder at seeing, A.Supp. 346;φ. σε δερκομένα Id.Pr. 540
(lyr.), cf. 695 (lyr.): c. inf., fear to do, D.21.135: c. Prep.,φ. πρὸς τοὺς πόνους Plu.2.8f
;φ. πρὸς τὴν ἀκοὴν τῆς Ῥωμαίων τέχνης Lib.Or.24.16
;φ. ὑπὲρ ὧν προσήκει παθεῖν D.51.9
.3 feel a holy thrill or awe at,ἐν ἱερῷ φ. ἅπαντα καὶ προσκυνεῖν Plu.2.26b
;τοὺς θεοὺς πέφρικα Jul.Or.7.212b
, al. -
8 χειμερινός
A of or in winter, opp.θερινός, χ. τροπαί Democr.14
,etc.;χ. μῆνες Th.6.21
;πρὸς ἥλιον τὸν χ. Hdt.1.193
, cf. X.Mem.3.8.9;χ. ἀνατολὴ τοῦ ἡλίου καὶ δυσμαὶ αἱ χ. Hp.
Aër.3, cf. Arist.Mete. 364b3;ὄμβροι Plb. 9.43.5
;συσσίτια χ. Pl.Criti. 112b
; δεξαμεναί ib. 117b;πυρετός Hp. Acut.
(Sp.) 24;νόσοι Gal.17(1).734
;ἀργυρώματα Ath.6.230d
;μάχη D.18.216
; [τινὰ τῶν ζῴων] ἀποβάλλει τὰς χ. τρίχας their winter coat, Arist.Pr. 893a5; χ. ὄνειρος a winter night's dream. Luc.Somn. 17; also τὴν χ. (sc. ὥρην ) the winter season, Hdt.1.202, cf. Thphr.CP 4.8.1, D.S.1.11; τὰν χ. (sc. ἑξάμηνον) ([place name] Cos); τὰ χ. Pl.Lg. 683c, 915d.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χειμερινός
-
9 ἐξαίσιος
1 outstepping right, lawless, ῥέξας ἐξαίσιον having done some lawless act, Od.4.690; ἦ τινά που δείσας ἐ... fearing some lawless man, 17.577;Θέτιδος.. ἐ. ἀρήν Il.15.598
;ἀφροσύναι B.14.58
.2 of omens, portentous, opp. ἐναίσιος, D.C. 38.13: [comp] Sup., Id.45.17.3 of things, extraordinary,ἐ. τὸ θερμόν Hp.Epid.7.94
; violent, of a wind, Hdt.3.26, X.HG5.4.17; χειμών, σεισμοί, Pl.Ti. 22e, 25c;ὄμβροι X.Oec.5.18
;ἐ. δεῖμα A.Supp. 514
;γέλωτες καὶ δάκρυα Pl.Lg. 732c
: ἐ. φυγή headlong flight, X.HG4.3.8;ἐ. βρονταί Plb.18.20.7
, cf. J.BJ4.4.5;ὑπουργία Vit.Philonid.p.5C.
;κάλλος Ph.2.166
;χελῶναι ἐ. τοῖς μεγέθεσιν D.S.3.21
;ἐ. τὸ μέγεθος καὶ τὸ ὕψος Id.13.82
. Adv.- ίως Them.Or.26.312d
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐξαίσιος
-
10 ὄμβρος
ὄμβρος (A), ὁ,A storm of rain, thunder-storm, sent by Zeus,ὅτ' ἐπιβρίσῃ Διὸς ὄ. Il.5.91
;χειμάρρους.. ὀπαζόμενος Διὸς ὄμβρῳ 11.493
;ὡς δ' ὅτ' ἂν ἀστράπτῃ πόσις Ἥρης.., τεύχων ἢ πολὺν ὄ. κτλ. 10.6
; of a storm at sea, Alc.Supp.26.4 ;ὄ. λάβρος Hdt.8.12
; dist. fr. ὑετός or common rain, Arist.Mu. 394a31 ; but sts., heavy rain, Hdt.8.98, S.Tr. 146, E. Tr.78 : in pl., rains,ὄ. πολλοὶ καὶ λάβροι Hdt.4.50
, cf. 2.25, Pi.P.4.81, S.OC 350.2 generally, water, as an element,μήτε γῆ, μήτ' ὄ. ἱερός, μήτε φῶς Id.OT 1428
, cf. Emp.98.2,21.5 : f.l. for ὄλβος in S. Ant. 953 ;ὄ. ἀναγκαῖοι
urine,Opp.
C.4.443.3 inundation,τῶν παρακειμένων ὑδάτων PTeb.61
(b). 133 (ii B.C.), al. ;ὀχετοὺς ἀγαγεῖν οἳ ἄξουσιν τὸν ὄ. εἰς τὰς ἐξαγωγούς PCair.Zen.383.13
(iii B.C.).II metaph., storm, shower, ἐν πολυφθόρῳ Διὸς ὄ., of a battle, Pi.I.5(4).49 ;δέδοικα δ' ὄμβρου κτύπον.. τὸν αἱματηρόν A.Ag. 1533
(lyr.) ; μέλας ὄ. χάλαζά θ' αἱματοῦσσ' ( χαλάζης αἵματος codd.) S.OT 1279 ;ὄμβρῳ δακρυόεντι Nonn.D.16.345
;πυρὸς ὄμβροι Opp.H.3.22
;ἡδὺς ὄ. ἀοιδῆς AP9.364
([place name] Nestor).------------------------------------
См. также в других словарях:
ὄμβροι — ὄμβρος storm of rain masc nom/voc pl ό)μβρος masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
όμβρος — (I) ο (ΑΜ ὄμβρος) βροχή, ιδίως ραγδαία, νεροποντή («ραγδαίος όμβρος έλουσε καταπληκτικώς την γην», Παπαδ.) μσν. (για υγρό) ροή αρχ. 1. θύελλα και τρικυμία, τυφώνας 2. το νερό ως στοιχείο («μήτε γῆ μήτ ὄμβρος ἱερός, μήτε φῶς», Σοφ.) 3. ροή άφθονου … Dictionary of Greek
Umbros — Pueblos en la península Itálica durante el siglo IV a. C. Información Idioma Umbro … Wikipedia Español
δύσοσμος — η, ο (Α δύσοσμος και δύσοδμος, ον) αυτός που αναδίδει δυσάρεστη οσμή αρχ. 1. αυτός που κάνει δύσκολη την όσφρηση («οἱ ὄμβροι... ὀσμὰς ἄγοντες τὴν γῆν ποιοῡσι δύσοσμον», Ξεν.) 2. αυτός που γίνεται δύσκολα αισθητός με την όσφρηση 3. αυτός που έχει… … Dictionary of Greek
ομβρικός — (I) ὀμβρικός, ή, όν (Α) [όμβρος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον όμβρο, βροχερός. (II) ή, ό (Α ὀμβρικός, ή, όν) [Όμβριος] 1. (το αρσ. πληθ. ως κύριο όν.) οι Ομβρικοί και Όμβροι λαός τής Ιταλικής Χερσονήσου που κατοικούσε στην περιοχή ανάμεσα… … Dictionary of Greek
Ετρουρία — Η χώρα των Ετρούσκων. Οι αρχαίοι Έλληνες την αποκαλούσαν Τυρρηνία. Βρισκόταν στην κεντροδυτική Ιταλία, εκεί όπου σήμερα βρίσκεται η Τοσκάνη. Τα όριά της προσδιορίζονται από τον ποταμό Τίβερη, το Τυρρηνικό πέλαγος και τα Απένινα καθώς και τις… … Dictionary of Greek