Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ὄμβροι θ

См. также в других словарях:

  • ὄμβροι — ὄμβρος storm of rain masc nom/voc pl ό)μβρος masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • όμβρος — (I) ο (ΑΜ ὄμβρος) βροχή, ιδίως ραγδαία, νεροποντή («ραγδαίος όμβρος έλουσε καταπληκτικώς την γην», Παπαδ.) μσν. (για υγρό) ροή αρχ. 1. θύελλα και τρικυμία, τυφώνας 2. το νερό ως στοιχείο («μήτε γῆ μήτ ὄμβρος ἱερός, μήτε φῶς», Σοφ.) 3. ροή άφθονου …   Dictionary of Greek

  • Umbros — Pueblos en la península Itálica durante el siglo IV a. C. Información Idioma Umbro …   Wikipedia Español

  • δύσοσμος — η, ο (Α δύσοσμος και δύσοδμος, ον) αυτός που αναδίδει δυσάρεστη οσμή αρχ. 1. αυτός που κάνει δύσκολη την όσφρηση («οἱ ὄμβροι... ὀσμὰς ἄγοντες τὴν γῆν ποιοῡσι δύσοσμον», Ξεν.) 2. αυτός που γίνεται δύσκολα αισθητός με την όσφρηση 3. αυτός που έχει… …   Dictionary of Greek

  • ομβρικός — (I) ὀμβρικός, ή, όν (Α) [όμβρος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον όμβρο, βροχερός. (II) ή, ό (Α ὀμβρικός, ή, όν) [Όμβριος] 1. (το αρσ. πληθ. ως κύριο όν.) οι Ομβρικοί και Όμβροι λαός τής Ιταλικής Χερσονήσου που κατοικούσε στην περιοχή ανάμεσα… …   Dictionary of Greek

  • Ετρουρία — Η χώρα των Ετρούσκων. Οι αρχαίοι Έλληνες την αποκαλούσαν Τυρρηνία. Βρισκόταν στην κεντροδυτική Ιταλία, εκεί όπου σήμερα βρίσκεται η Τοσκάνη. Τα όριά της προσδιορίζονται από τον ποταμό Τίβερη, το Τυρρηνικό πέλαγος και τα Απένινα καθώς και τις… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»